*Εικόνα φόντου: Κατάληψη των Γρεβενών από τον ελληνικό στρατό, 1912. Καρτ-ποστάλ με την τεχνική της χρωμολιθογραφίας, στην οποία καταγράφονται εικονικές συγκρούσεις.
Οι φωτογράφοι της πόλης των Γρεβενών
και η φωτογραφική τους ιστορία
Βαγγέλης Νικόπουλος
Το ερώτημα κατά πόσον η φωτογραφία χρήζει καλλιτεχνικής μόνο προσέγγισης ή αποτελεί τεκμήριο για τη μελέτη του παρελθόντος ήταν και παραμένει διαρκές. Η απάντηση που συνήθως ακούγεται ‒και μάλλον θα εξακολουθήσει να ακούγεται‒ είναι ότι αποτελεί μια σύνθεση και των δύο. Η φωτογραφία, ανεξαρτήτως κινήτρου, κατά τη στιγμή της λήψης απαντά και στα δύο πεδία, και σε εκείνο της τέχνης και σε εκείνο της ιστορικής έρευνας. Σημαντικό βοήθημα του ιστορικού, η φωτογραφία υποστηρίζει τη διαρκή ανάγκη να αποκτηθούν πολύτιμα στοιχεία, προκειμένου να ανασυσταθεί το πεδίο που μελετά. Το εικονογραφικό υλικό αποτελεί ουσιαστικά τεκμήριο, προκειμένου να φωτίσει λεπτομέρειες που βοηθούν στην κατανόηση της ανασύστασης του παρελθόντος. 1.
Όταν μια οποιαδήποτε φωτογραφία χάσει τον επίκαιρο χαρακτήρα της, τότε αυτή χάνει αμετάκλητα την άμεση χρηστική της αξία. H ίδια η φωτογραφία εισέρχεται στη «δεύτερη ζωή της», και συγκεκριμένα στην αρχειακή. Μένει δηλαδή κλειδωμένη σε κάποιο αρχείο και, αν οι συνθήκες εγκλεισμού είναι κατάλληλες, τότε μακροημερεύει, υπό δύο προϋποθέσεις: την ύπαρξη θεματοφυλάκων και τη διατήρηση αναλλοίωτων των δεσμών της με την πραγματικότητα που της έδωσε οπτική υπόσταση. Με άλλα λόγια, απαιτεί να περάσει σε μια κατάσταση αναμονής. Μπορεί από εκεί να ανακληθεί οποτεδήποτε στα φώτα της δημοσιότητας. Με τον τρόπο αυτό ανασύρει στην επικαιρότητα και προβάλλει οτιδήποτε κρατούσε όσον καιρό ήταν κλειδωμένη σε κάποιο αρχείο.
Με οποιαδήποτε μορφή και αν επανέλθει στο προσκήνιο, είτε ως έκθεμα σε αίθουσα είτε ως τυπωμένη δημοσίευση, υπηρετεί εκ νέου την επικαιρότητα, με τη διαφορά όμως ότι σε αυτή τη δεύτερη εμφάνιση ανακινεί συμβάντα εκτός επικαιρότητας και συχνά λησμονημένα. Με άλλα λόγια, μας μεταφέρει σε παλαιότερες εποχές, ανασυνθέτοντας το παρελθόν. Αυτό, άλλωστε, είναι και το βασικό κίνητρο που ωθεί στη συστηματική διατήρηση της φωτογραφίας.
Το ταξίδι της φωτογραφίας ξεκινά το 1839 με την εφεύρεση της δαγκεροτυπίας (daguerreotype)2, της πρώτης πρακτικής και εμπορικής φωτογραφικής διαδικασίας, από τον Γάλλο εφευρέτη. Στα πρώτα χρόνια της εμφάνισής της η φωτογραφική τέχνη δέχτηκε ευρεία επίθεση ως αδελφοκτόνος προς τη ζωγραφική. Οι πολέμιοι όμως σύντομα έπαψαν να απορρίπτουν τη φωτογραφία ως δουλοπρεπή αντιγραφή, ώστε το 1854 ο μεγάλος ζωγράφος Delacroix δήλωσε ιπποτικά πως λυπόταν πολύ που μια τέτοια αξιοθαύμαστη εφεύρεση ήρθε τόσο αργά. Ο συγγραφέας και εκπρόσωπος του νατουραλισμού Émile Zola, ενθουσιασμένος από τη διάδοση και τις δυνατότητες της φωτογραφίας, παρατηρούσε περί το 1901 ότι δεν μπορείς να ισχυριστείς πως έχεις επιμελώς δει κάτι, εάν δεν το έχεις φωτογραφίσει. Η καταγραφή ξεκίνησε το 1839 και από τότε έχει φωτογραφηθεί σχεδόν το καθετί· ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Οι φωτογραφίες, από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής τους, είχαν και έχουν αξία, επειδή παρέχουν πληροφορίες, ενημερώνουν για το τι υπάρχει, κάνουν μία απογραφή. Για τους κατασκόπους, τους μετεωρολόγους, τους ιατροδικαστές, τους αρχαιολόγους και άλλους επαγγελματίες της πληροφορίας, η αξία τους είναι ανεκτίμητη. Επίσης, οι φωτογραφίες προσφέρουν αποδείξεις. Κάτι για το οποίο ακούμε αλλά αμφιβάλλουμε φαίνεται αποδεδειγμένο, όταν μας επιδειχθεί μια φωτογραφία του. Κατά μία εκδοχή της χρησιμότητάς της, η κάμερα ενοχοποιεί. Ξεκινώντας με τη χρήση φωτογραφιών από την παρισινή αστυνομία στα δολοφονικά μπλόκα που έκαναν στους κομμουνάρους τον Ιούνιο του 1871, έγιναν χρήσιμο εργαλείο των σύγχρονων κρατών για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των αυξανόμενων σε κινητικότητα πληθυσμών τους.
Οι πρώτες φωτογραφίες των Γρεβενών
Το έναυσμα για τη σύνθεση των πρώτων εικόνων της πόλης των Γρεβενών θα μπορούσε να μας το δώσει ο Γάλλος φιλόλογος, αρχαιολόγος, δημοσιογράφος και ελληνιστής Victor Bérard3, ο οποίος περιηγήθηκε στην περιοχή το 1896. Ερχόμενος στα Γρεβενά από το Μοναστήρι (Bitola), περιγράφει ότι αντίκρυσε την πόλη κρυμμένη μέσα στα δέντρα, μόνο με τη μύτη ενός μιναρέ να εξέχει, και πάνω σε ένα βραχονήσι τη στενόμακρη μάντρα ενός στρατώνα. Ο Bérard παραπέμπει σε φωτογραφικά ντοκουμέντα που έχουν διασωθεί, και συγκεκριμένα στο κεντρικό τζαμί, που χτίστηκε το 15ο αι. στο κέντρο της πόλης, καθώς και στους οθωμανικούς στρατώνες, που ήταν εγκατεστημένοι στο στρατηγικό σημείο του λόφου Κισλά.
Επίσης, ο Γάλλος περιηγητής F. Perilla4 στο βιβλίο του A travers la Macédoine, στο οποίο περιγράφει το ταξίδι του από την Κοζάνη στη Σαμαρίνα το 1932, ξεκινά την περιγραφή του με τα έργα της σιδηροδρομικής γραμμής Κοζάνης-Καλαμπάκας, που βρίσκονταν σε εξέλιξη, όπως και την επίσκεψή του στο επιβλητικό γεφύρι του Πασά, στον ποταμό Αλιάκμονα. Εισερχόμενος στην άτακτα ρυμοτομημένη πόλη των Γρεβενών, συναντά το νέο διδακτήριο και το ρουμανικό λύκειο, ενώ δίνει στοιχεία και για τη λειτουργία του Οικοτροφείου. Στη συνέχεια περιγράφει τα νεόδμητα ξενοδοχεία «Νέος Κόσμος» και «Λονδίνο». Για άγνωστους λόγους, ο περιηγητής αρκέστηκε στη λεκτική περιγραφή της πόλης, ενώ δεν κατέγραψε εικόνες της μέσα από τις τέχνες της ακουαρέλας, της ξυλογραφίας και της φωτογραφίας, όπως έπραξε σε αντίστοιχη περίπτωση κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Σαμαρίνα, ντοκουμέντα τα οποία, εάν είχαν αποτυπωθεί, θα συνεισέφεραν στην εικονογραφημένη ιστοριογραφία της πόλης.
Σημαντικά φωτογραφικά ντοκουμέντα που απεικονίζουν τα Γρεβενά του Μεσοπολέμου φυλάσσονται στο Λονδίνο και αποδίδονται στη Βρετανίδα αρχαιολόγο και περιηγήτρια Margaret Masson Hasluck5, η οποία πραγματοποίησε περιοδείες στην περιοχή των Βαλκανίων μετά το 1923, ξεκινώντας από την έδρα της, τo Ελμπασάν της Αλβανίας. Κατά τη διάρκεια της πορείας της, που ξεκίνησε από την Ήπειρο και κατέληξε στο Όστροβο, τη σημερινή Άρνισσα Πέλλας, επισκέφθηκε την περιοχή της Μακεδονίας και κατέγραψε σε 17 φωτογραφικά καρέ τη διαδρομή της από το Μέτσοβο προς τα Γρεβενά. Σημαντικά φωτογραφικά καρέ αποθανατίζουν πανοραμικά τον χώρο και τη λειτουργία του εβδομαδιαίου παζαριού της πόλης των Γρεβενών.
Τα φωτογραφικά ντοκουμέντα που διαθέτουμε για την περίοδο της πρώιμης φωτογραφίας στην πόλη είναι μηδαμινά. Πιθανόν οι φωτογραφικές ανάγκες της πόλης έως τα τέλη της δεκαετίας του 1890 να καλύπτονταν από περιοδεύοντες φωτογράφους, όπως ο Πέτρος Δημητριάδης (μέσα δεκαετίας 1890) και ο Δ. Κωνσταντινίδης (περ. 1888-1893), με έδρα αντιστοίχως την Κορυτσά και την Κοζάνη. Ακόμη παλαιότερα, τα Γρεβενά πιθανόν να εξυπηρετούνταν φωτογραφικά από τον σπουδαίο φωτογράφο της Σιάτιστας Χριστόδουλο Ζωγράφο, πιθανώς και από τον επίσης Σιατιστινό Ι. Λεονταρίδη6.
Οι αδελφοί Μανάκια
Στα τέλη της δεκαετίας του 1890 αρχίζει να δραστηριοποιείται επαγγελματικά το γνωστό δίδυμο της δυτικομακεδονικής φωτογραφίας, οι αδελφοί Μανάκια7 από την Αβδέλλα Γρεβενών. Ξεκίνησαν την καριέρα τους στα Γιάννενα και μετέφεραν την έδρα τους το 1905 στο Μοναστήρι, φωτογραφίζοντας στην ευρύτερη περιοχή της Δυτ. Μακεδονίας και τεκμηριωμένα στην περιοχή των Γρεβενών και της Πίνδου. Θεωρούνται οι σκαπανείς του κινηματογράφου στα Βαλκάνια, καθώς με την κινηματογραφική μηχανή τους Urban Bioscope, με σειριακό αριθμό 300, γύρισαν την πρώτη ταινία με τίτλο «Υφάντρες», με πρωταγωνίστρια τη γιαγιά τους Δέσπω Μανάκη, η οποία έγνεθε μαλλί και ύφαινε στον αργαλειό. Έλαβαν μέρος σε διεθνείς εκθέσεις, αναλάμβαναν φωτογραφικές αποστολές, κάλυψαν την επίσκεψη του τελευταίου σουλτάνου Μεχμέτ Ρεσάτ, φωτογράφισαν την είσοδο των επαναστατικών σωμάτων στο Μοναστήρι έπειτα από την εκδήλωση του κινήματος των Νεοτούρκων, φωτογράφισαν τον διοικητή των γαλλικών στρατευμάτων στα Γρεβενά Hugeus, και ήταν οι μόνοι καλλιτέχνες που φωτογράφισαν και κινηματογράφησαν την κηδεία του μητροπ. Αιμιλιανού στις 11 Οκτ. 1911 στα Γρεβενά. Συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα ασπρόμαυρο φιλμ, 35 mm, διάρκειας 6 λεπτών, που καταγράφει τη νεκρική πομπή, η οποία ξεκινά από τον νεόδμητο ναό του Αγ. Αχιλλίου προς τον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Γεωργίου στο Βαρόσι, όπου γίνεται και η ταφή. Πρόκειται για μοναδικό ντοκουμέντο, σε μορφή journal, τα γνωστά επίκαιρα δηλαδή, που επιδιώξαμε και καταφέραμε να παρακολουθήσουμε στην ταινιοθήκη των Σκοπίων.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε τα εξής: Έχει λεχθεί ότι το ελληνικό φωτορεπορτάζ8 γεννήθηκε στις 5.20 το απόγευμα της 31ης Μαΐου 1905, στην είσοδο της παλαιάς Βουλής, από την πλευρά της οδού Σταδίου, όταν ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δεληγιάννης έπεφτε βαριά τραυματισμένος από το μαχαίρι του χαρτοπαίκτη Αντώνη Γερακάρη. Τον πρωθυπουργό συνόδευε ο φωτογράφος Πέτρος Πουλίδης, ο οποίος κατέγραψε την τραγική στιγμή, κάνοντας συγχρόνως την πρώτη του φωτοειδησεογραφική λήψη. Κατά τον Δημήτρη Καπλάνογλου, η φωτογράφιση της δολοφονίας του Δεληγιάννη θεωρείται ως η πρώτη επιτυχία του Ελληνικού φωτορεπορτάζ. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του γιου του φωτογράφου, η γυάλινη αρνητική πλάκα καταστράφηκε, ενώ η μέχρι σήμερα έρευνα δεν έχει φέρει στο φως κανένα αντίγραφο της περίφημης φωτογραφίας. Έξι χρόνια αργότερα από την παραπάνω ημερομηνία, στις 6 Οκτ. 1911, μεταφέρονται νεκροί στην πόλη των Γρεβενών ο μητροπ. Αιμιλιανός Λαζαρίδης και ο διάκονος Δημήτριος Αναγνώστου. Η μοναδική φωτογραφία που βρέθηκε να αποτυπώνει την άφιξη των σορών στην Μητρόπολη αποδίδεται στους αδελφούς Μανάκια, χωρίς να έχει αποσαφηνιστεί σε ποιον συγκεκριμένα. Κατά το διάστημα που ακολούθησε, το τραγικό ντοκουμέντο αναπαράχθηκε σε πολυπληθείς εκδόσεις καρτ ποστάλ, ενώ τα έντυπα και οι εφημερίδες της εποχής βρίθουν εικόνων. Εν κατακλείδι, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι αδελφοί Μανάκια πρόσθεσαν ένα μοναδικό ντοκουμέντο στο ελληνικό φωτορεπορτάζ.
Η καριέρα των δύο αδελφών ως κινηματογραφιστών ξεκίνησε τo 1907, όταν ο Γιαννάκης, επιστρέφοντας από το Λονδίνο, έφερε μαζί του την πρώτη –για τα δύο αδέλφια– κινηματογραφική κάμερα Bioscope της εταιρείας Charles Urban Trading Company. Ωστόσο, στο σημείο αυτό προκύπτουν δύο εύλογα ερωτήματα. Το πρώτο αφορά στον τρόπο με τον οποίο ο Γιαννάκης κατόρθωσε να αποκτήσει την κάμερα και να μυηθεί στην τέχνη της κινηματογραφίας, σε μια περίοδο κατά την οποία οι εφευρέτες και πρωτοπόροι της κινηματογραφικής κάμερας δεν εμπορεύονταν τις ευρεσιτεχνίες τους, επιχειρώντας με αυτόν τον τρόπο να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους όλο το κύκλωμα παραγωγής, διανομής και προβολής των κινηματογραφικών μηχανών και των ταινιών που γυρίζονταν με αυτές. Το δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με τον λόγο για τον οποίο αγοράστηκε η κάμερα. Το όνομα του Γιαννάκη Μανάκια δεν συμπεριλαμβάνεται στα αρχεία των οπερατέρ των μεγαλύτερων κινηματογραφικών εταιρειών της εποχής και, συνεπώς, είναι απίθανο να ήταν ο επίσημος οπερατέρ κάποιας εξ αυτών. Μπορούμε, επομένως, να εικάσουμε ότι η κινηματογραφική κάμερα ήταν απαραίτητη για την εκπλήρωση της αποστολής των δύο αδελφών, που ήταν η κινηματογραφική αποτύπωση των ιδιαιτεροτήτων των διαφόρων εθνοτήτων που ζούσαν στην Ήπειρο και τη Μακεδονία ‒ ντοκουμέντα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια για εθνολογικούς ή ακόμη και για προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Βέβαια, κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα όσο και των Βαλκανικών πολέμων δεν υπήρχε καμία προκατάληψη9, δέσμευση ή λογοκρισία κάποιας αρχής, στο τι και ποιο ντοκουμέντο επιτρέπεται να προωθηθεί για δημοσίευση. Έτσι, συναντά κανείς σε έντυπη απεικόνιση νεκρούς από τα πεδία των μαχών, όχι μόνο αντιπάλων, που θα ήταν κάτι αναμενόμενο, αλλά και Ελλήνων στρατιωτών, όπως και προπαγανδιστικές φωτογραφίες. Αυτή η άνευ ελέγχου διαχείριση και δημοσίευση των φωτογραφιών σταμάτησε κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας, καθώς ξεκίνησε από τις επιτροπές λογοκρισίας ο έλεγχος του υλικού προς δημοσίευση.
Ο φωτογράφος Γεώργιος Χρυσοχόου-Μαργαρίτης
Λίγα χρόνια μετά την έναρξη της επαγγελματικής δραστηριότητας των αδελφών Μανάκια, ο Γεώργιος Χρυσοχόου-Μαργαρίτης10, γεννημένος στις Πάδες Ιωαννίνων το 1869, δάσκαλος σε σχολεία της γύρω περιοχής, εγκαθίσταται στα Γρεβενά και ξεκινά επαγγελματικά την τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας, στην οποία μυήθηκε από τον πατέρα του. Συγχρόνως, μαθητεύει σε άγνωστο φωτογράφο στην Αθήνα και, όταν επιστρέφει στα Γρεβενά, ασκεί παράλληλα τα δύο επαγγέλματα σε κεντρικό σημείο της πόλης και συγκεκριμένα στην πλατεία Αιμιλιανού. Το υλικό του Μαργαρίτη, το οποίο διασώθηκε, είναι ελάχιστο αλλά ανεκτίμητης αξίας. Περιλαμβάνει μνημειώδη οπτικά τεκμήρια, τα οποία ανευρέθηκαν πρόσφατα και χρονολογούνται στην τελευταία δεκαετία πριν από την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνει τους πρωταγωνιστές αυτής της δεκαετίας, τα οθωμανικά κτίσματα της πόλης, το άτακτο σώμα του λοχαγού Μπεκίρ αγά, με αφορμή το κίνημα Νεοτούρκων το 1908. Ο Μαργαρίτης είναι ο φωτογράφος που έχει αποτυπώσει την παρουσία των στρατιωτών του ελληνικού στρατού κατά την απελευθέρωση της πόλης των Γρεβενών το 1912.
Κατά τη λησταρχική περίοδο της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ού αι. η φωτογραφία καλείται να αποτυπώσει σχεδόν απόλυτα τις δραματικές συνθήκες αυτής της περιόδου. Δηλαδή, συνεχίζεται η άνευ όρων διαχείριση των οπτικών τεκμηρίων, με την παρουσία και συμμετοχή των εκπροσώπων του νόμου στα τραγικά φωτογραφικά ντοκουμέντα, για λόγους προπαγάνδας και παραδειγματισμού. Ο Μαργαρίτης είναι ο φωτογράφος που έχει την πατρότητα της απεικόνισης της δημόσιας έκθεσης της κεφαλής του αρχηγού ληστρικής συμμορίας Κ. Βερβέρα από τον λήσταρχο δολοφόνο του Α. Κακαφίκα μετά των ανδρών της χωροφυλακής και των αποσπασμάτων δίωξης11. 11 Στις 3 Ιουνίου 1929 ο ανθυπασπιστής Ζεϊμπέκης μεταφέρει στην πλατεία Αιμιλιανού το κομμένο κεφάλι του λήσταρχου Κουτσούβελου. Πλήθος πολιτών σπεύδει να δει το κομμένο κεφάλι του λήσταρχου12. Η εικόνα που αντικρίζουν είναι αυτή που καταγράφει στο φιλμ της αθανασίας ο φωτογράφος Μαργαρίτης. Οι παραπάνω φωτογραφικές του επιτυχίες ίσως να οφείλονται, σε έναν βαθμό, στην απουσία του φωτογραφικού διδύμου των αδελφών Μανάκια, οι οποίοι μετακόμισαν στο Μοναστήρι περί τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Το υλικό που έχει διασωθεί επιτρέπει να εκτιμήσουμε ότι η ενεργή δράση του φωτογράφου συνεχίζεται κατά την περίοδο της Κατοχής και τελειώνει τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια.
Υποχωρώντας οι σύμμαχοι τον Απρίλιο του 1941, κατέστρεψαν τις εγκαταστάσεις της Κodak στην Αθήνα, για να μην περιέλθουν στα γερμανικά στρατεύματα13. Η καταστροφή είχε ως επακόλουθο να διασωθούν ελάχιστα φιλμ. Σε αυτό προστίθεται ο αποκλεισμός της Ελλάδος από τους συμμάχους και έτσι οι ελλείψεις πολλαπλασιάζονται. Στη στέρηση υλικού έρχεται να προστεθεί ένας άλλος, πολύ πιο αρνητικός παράγοντας: οι κατοχικές αρχές απαγόρευαν ρητά τη φωτογράφιση σε δημόσιους χώρους, απειλώντας τους παραβάτες με την ποινή θανάτου. Το αρνητικό επακόλουθο αυτής της απαγόρευσης είναι να γίνονται πλέον λήψεις μόνο από ριψοκίνδυνους. Στην καρδιά της Κατοχής, λίγες μέρες μετά τη νίκη των ανταρτικών σωμάτων στη μάχη του Φαρδύκαμπου, οι μαχητές του ΕΛΑΣ στις 25 Μαρτίου του 1943 εισέρχονται πανηγυρικά στα Γρεβενά, η πόλη και η γύρω περιοχή απελευθερώνονται και ο Μαργαρίτης είναι ο φωτογράφος που αποτυπώνει την είσοδο των απελευθερωτικών σωμάτων στην πόλη. Τέσσερα καρέ του φωτογράφου, με μεγάλο βαθμό δυσκολίας ως προς την αρχική ταυτοποίησή τους, τεκμηριώνουν το ιστορικό γεγονός της 25ης Μαρτίου 1943.
Η εύρεση του πρωτόλειου υλικού των γυάλινων επιφανειών, επιστρωμένων με το διάλυμα υγρού κολλοδίου, μας οδήγησε αυτομάτως να εκφράσουμε σημειολογικές επισημάνσεις, που κάνουν το συγκεκριμένο διασωθέν υλικό του φωτογράφου ξεχωριστό. Πρώτον· ήταν ανέκδοτο. Οι εικόνες αυτές δεν είχαν δει ποτέ το φως της ημέρας τα τελευταία πενήντα χρόνια. Δεύτερον· εντυπωσιαστήκαμε από την ευρύτητα θεμάτων, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των ανθρώπων της πόλης, αλλά καταγράφει και την άλλη πλευρά του λόφου, τη μη κοσμική ζωή, όπως τα ατομικά ή ομαδικά πορτρέτα των μοναχών της μονής Ζάβορδας. Τρίτον· όταν πρωτοαντικρίσαμε τις 50 περίπου διασωθείσες γυάλινες πλάκες, διαπιστώσαμε ότι είχαν υποστεί μικρές αλλοιώσεις και απώλειες, διατηρώντας παρά ταύτα όλη την αρχική πληροφορία τους απείραχτη. Και τέταρτον· καθώς συνεχίζουμε να μελετούμε το σπάνιο αυτό υλικό, αισθανόμαστε ότι χρεωνόμαστε τη βαρύτατη ευθύνη της ορθής τεκμηρίωσης και διαχείρισής του. Κατά την προσωπική μας εκτίμηση, εάν είχε διασωθεί συνολικά το αρχείο του Μαργαρίτη, θα κοσμούσε σε σημαντικό βαθμό την ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας. Ο Μαργαρίτης απεβίωσε στα Γρεβενά στις 20 Αυγούστου 196514.
Φωτογράφοι του Μεσοπολέμου
Αδελφοί Μάρκου. Ταυτόχρονα με την έναρξη της φωτογραφικής πορείας του Μαργαρίτη, ένα άλλο φωτογραφικό δίδυμο ξεκινά την πορεία του από το χωριό Περιβόλι, γειτονικό χωριό με την Αβδέλλα, τόπο καταγωγής των αδελφών Μανάκια. Οι αδελφοί Μάρκου εμφανίζονται στην αρχή της καριέρας τους με τη σφραγίδα «ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΜΑΡΚΟΥ ΓΡΕΒΕΝΑ-MARCO FRERES PHOTO STUDIO GREVENA, MACEDONIA-GREECE», η οποία στη συνέχεια αντικαθίσταται για άγνωστο λόγο με τη σφραγίδα «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΡΚΟΥ ΓΡΕΒΕΝΑ-ΠΕΡΙΒΟΛΙ»15. Το υλικό που διαθέτουμε για τους παραπάνω φωτογράφους είναι ελάχιστο και προέρχεται μόνο από οικογενειακά αρχεία. Από τα πιο σημαντικά φωτογραφικά ντοκουμέντα που διασώθηκαν είναι η φωτογράφιση των εκδηλώσεων στην πόλη για την ανακήρυξη του κινήματος των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908. Το 1939 ο Κ. Μάρκου εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βουκουρέστι, όπου και απεβίωσε στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Ιωάννης Κατσάλης. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 εμφανίζεται ο φωτογράφος του Μεσοπολέμου Ιωάννης Κατσάλης16, για τον οποίο διαθέτουμε ελάχιστα στοιχεία. Γεννήθηκε το 1898 στο χωριό Μαυρονόρος Γρεβενών. Μετά το τέλος της εφηβείας του εγκαταστάθηκε στην πόλη των Γρεβενών, όπου ‒σύμφωνα με μαρτυρίες του γιου του Δημητρίου‒ έμαθε την τέχνη της φωτογραφίας, πιθανότατα δίπλα στον φωτογράφο της οθωμανικής περιόδου Μαργαρίτη. Ασχολούνταν συγχρόνως, εκτός από την επαγγελματική φωτογραφία, και με την τέχνη της ζωγραφικής, με πολύ καλά αποτελέσματα. Μάλιστα, στο φωτογραφικό του εργαστήριο, στον πρώτο όροφο του οποίου στεγαζόταν και η οικία του, υπήρχε αίθουσα φωτογραφικού στούντιο με όλα τα απαραίτητα που συνοδεύουν μία τέτοια αίθουσα. Η επιμέλεια πάνω στα αρνητικά ήταν άψογη και σύμφωνη με τις τάσεις της εποχής, με την παρεμβολή ρετούς, όπου κρινόταν απαραίτητη, για να βοηθήσει στην ευκρίνεια και τον τονισμό του ντοκουμέντου.
Σημαντικά γεγονότα από την τριαντάχρονη πορεία του συναντώνται σε οικογενειακά αρχεία και αφορούν την εποχή του Μεσοπολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Μεταξύ αυτών, η διανομή βοήθειας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στους κατοίκους της επαρχίας, στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Παρούσα δε και από νεαρή ηλικία η κόρη του Τασία, που παρά τη σωματική της δυσπλασία κατέγραφε τόσο επαγγελματικά όσο και ερασιτεχνικά, λόγω της αγάπης της για την τέχνη της φωτογραφίας, καθημερινά ντοκουμέντα, αλλά και τις πολεοδομικές αλλαγές στο αστικό τοπίο της πόλης. Σφράγιζε στο πίσω μέρος τις φωτογραφίες που εκτύπωνε με τη σφραγίδα «ΦΩΤΟ ΜΟΔΕΡΝΟ ΤΑΣΙΑ». Τα φωτογραφικά αρχεία του φωτογράφου αλλά και της κόρης του που διασώθηκαν είναι ισχνά. Η σύζυγος του φωτογράφου, έπειτα από τον θάνατό του και στο πλαίσιο εκκαθάρισης του εργαστηρίου, πέταξε στα σκουπίδια όλο το φωτογραφικό αρχείο. Ο Κατσάλης πέθανε νεότατος, σε ηλικία 53 ετών, το 1951.
Αθανάσιος Κουλούσιας, Ευθύμιος Κολέτσος. Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου εμφανίζονται δύο σημαντικοί περιοδεύοντες φωτογράφοι, με φωτογραφικά τεκμήρια από την παρουσία τους στην περιοχή. Ενδεικτικά, αναφέρουμε την καταγραφή σε ολόσωμο πορτραίτο της Φατμέ Χανούμ, συζύγου του μουφτή των μουσουλμάνων της πόλης Μουφτή Ελιάζ του Μουχτάρ, το 1923, από τον περιοδεύοντα φωτογράφο από το Κριμήνι Βοΐου Αθανάσιο Κουλούσια17, ο οποίος άφησε πλούσιο αποθεματικό έργο για την περιοχή της Δυτ. Μακεδονίας και της Ηπείρου.
Όσον αφορά τον δεύτερο περιοδεύοντα φωτογράφο, ανατρέχουμε στην εφημερίδα Βόρειος Ελλάς, η οποία εκδιδόταν από τον Σταύρο Θεοδοσιάδη στην Κοζάνη, και βρίσκουμε το παρακάτω διαφημιστικό ένθετο18:
«ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΚΟΖΑΝΗΣ / Ο ΗΛΙΟΣ / ΕΥΘΥΜΙΟΥ Θ. ΚΟΛΕΤΣΟΥ. Αναλαμβάνει και εκτελεί παντός είδους φωτογραφικές εργασίες μεγεθύνσεις εκ παλαιών φωτογραφιών κ.ά. Εργασία επιμελημένη και καλλιτεχνική. Λαμβάνονται φωτογραφίαι τη προσκλήσει εις τελετάς, εορτάς κλπ εντός της πόλεως και εις τα περίχωρα».
Ο φωτογράφος Παύλος Νταλός
Κατά την περίοδο της ώριμης φωτογραφικής σταδιοδρομίας του Κατσάλη ξεκινά τη φωτογραφική του δραστηριότητα ο γνωστότερος και ίσως σημαντικότερος φωτογράφος της πόλης των Γρεβενών, ο Παύλος Νταλός. Η πρώτη του επαφή με την τέχνη της φωτογραφίας ξεκίνησε δίπλα στον περιπλανώμενο φωτογράφο του Επταχωρίου Καστοριάς Δημ. Τζιμόπουλο. Καθώς μυείται στην τέχνη της φωτογραφίας, εντυπωσιάζεται από το γεγονός ότι με αυτήν αιχμαλωτίζεται το φευγαλέο για πάντα. Στη συνέχεια, αγοράζει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, της γνωστής φίρμας Agfa, από το περίφημο κατάστημα φωτογραφικών ειδών της εποχής, του γνωστού Εβραίου φωτογράφου της Θεσσαλονίκης Σαλβατόρ Κούνιο19. Επιστρέφει στην πόλη και οι πρώτες φιγούρες που ποζάρουν στον φακό του είναι γνωστοί και φίλοι, με σκοπό τη βελτίωση της τεχνικής του. Τότε είναι που ξεκινά την επαγγελματική του δραστηριοποίηση ως υπαίθριος φωτογράφος σε συγκεκριμένη θέση, και συγκεκριμένα στη νότια πλευρά της πλατείας Αιμιλιανού, όπου στήνει το υπαίθριο εργαστήρι του. Επίσης, διατηρούσε σε δωμάτιο της οικίας του στούντιο, όπου υπήρχαν κρεμασμένα τα φωτογραφικά φόντα.
Τα σημαντικότερα γεγονότα τα οποία κατέγραψε ο Νταλός20 αφορούν στις περιόδους της Κατοχής και του Εμφυλίου. Είναι ο τοπικός φωτογράφος που έχει την πατρότητα των αρνητικών της πυρπολημένης πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής τον Ιούλιο του 1944. Τονίζουμε ιδιαίτερα τον προσδιορισμό «τοπικός φωτογράφος» για τον Νταλό, διότι το υπουργείο των Στρατιωτικών μετά την απελευθέρωση του 1944 ανέθεσε στον Απόστολο Βερβέρη21, φωτογράφο της Αθήνας, να φωτογραφίσει τις καταστροφές που προκάλεσε η γερμανική αποχώρηση από την Ελλάδα. Ο Βερβέρης φωτογράφισε και την κατεστραμμένη πόλη των Γρεβενών.
Όπως γνωρίζουμε, η φωτογραφία έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως ως τεκμήριο της ιστορίας. Η φωτογραφία γράφει την ιστορία, ή αποτελεί ένα από τα λάφυρα του νικητή. Στο πλαίσιο λοιπόν της προπαγάνδας του αστικού κράτους κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, ο Νταλός υποχρεώθηκε, δεχόμενος απειλές κατά της ζωής του, να φωτογραφίσει τα προς έκθεση νεκρά σώματα των ανταρτών, έπειτα από την αποτυχημένη επίθεση για την κατάληψη της πόλης, στις 25 Ιουλίου 1947, όπως και να φωτογραφίσει τους πρωτεργάτες των νικητών δίπλα στα άψυχα κορμιά των καπετάνιων του Δημοκρατικού Στρατού, με απώτερο σκοπό να διατεθούν οι φωτογραφίες στον έντυπο τύπο της εποχής για παραδειγματισμό και νομιμοφροσύνη του λαού. Επίσης, φωτογράφισε τους εκτοπισθέντες λόγω του Εμφυλίου κατοίκους της επαρχίας από τις εστίες τους και την άφιξή τους στην πόλη. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου μεγάλος αριθμός από αυτούς παρέμειναν, αλλάζοντας ριζικά και αμετάκλητα τις ισορροπίες του αστικού ιστού. Φωτογράφισε τη θεμελίωση του Επισκοπείου το 1952 από τον αρχηγό του ΓΕΣ Θρασύβουλο Τσακαλώτο, την επίσκεψη στην πόλη το 1952 του Αμερικανoύ στρατηγού Mathew Bunker Ridgway22, εκπροσώπου των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, καθώς και την επίσκεψη του Κων. Καραμανλή, υπουργού Δημοσίων Έργων τότε στην κυβέρνηση Αλέξ. Παπάγου.
Κατά την εποχή του μεγάλου κύματος της εξωτερικής μετανάστευσης, πλήθος πολιτών στήθηκε απέναντί του, για την απεικόνιση του φωτογραφικού του πορτρέτου για τα προς έκδοση διαβατήρια. Ο Νταλός φωτογράφισε γάμους, βαφτίσεις, κηδείες και κοινωνικές εκδηλώσεις στην ευρύτερη περιοχή. Θεωρείται ίσως ο σημαντικότερος φωτογράφος λόγω της καθημερινής παρουσίας του στο ιστορικό κέντρο της πόλης, γεγονός του επέτρεπε να είναι παρών σε σημαντικά συμβάντα, αλλά και λόγω της διάσωσης ολόκληρου του αρχείου του, το οποίο βρίσκεται στην κατοχή των απογόνων του. Απεβίωσε σε ηλικία 90 ετών στις 31 Οκτ. 2000.
Φωτογράφοι Κατοχής, Εμφυλίου και μεταπολεμικής εποχής
Ο Ιωάννης Καραγιάννης23 από το Δίστρατο Ιωαννίνων, γεννημένος το 1886, ξενιτεύτηκε στην Αμερική το 1911, ακολουθώντας το κύμα της μεγάλης φυγής. Επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα το 1935, μυημένος στην τέχνη της φωτογραφίας και φέρνοντας μαζί του την πρώτη του αυτόματη φωτογραφική μηχανή, καινούργιο τότε τεχνολογικό επίτευγμα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ξεκινά τη φωτογραφική του καριέρα την ίδια χρονική περίοδο με τον Παύλο Νταλό. Η τέχνη της φωτογραφίας τον απορρόφησε αποκλειστικά, και ως το 1940 όργωσε όλη την Ελλάδα ως περιοδεύων φωτογράφος. Ο πόλεμος και η Κατοχή τον ανάγκασαν να σταματήσει την περιπλάνησή του. Το 1945 συνεχίζει τη δραστηριότητά του, ανοίγοντας φωτογραφικό κατάστημα. Στο πίσω μέρος των φωτογραφιών του συναντάμε τη σφραγίδα του, με τα στοιχεία «ΦΩΤΟ-ΑΥΤΟΜΑΤΟΝ Ι. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΕΒΕΝΑ».
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και ως τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια η λειτουργία του φωτογραφικού εργαστηρίου ήταν ικανοποιητική. Με το τέλος του Εμφυλίου, την αποχώρηση μεγάλου μέρους του τακτικού στρατού από την πόλη και την εμφάνιση των φωτογραφικών μηχανών στα χέρια ιδιωτών, το πελατολόγιο μειώνεται. Στη συνέχεια μεταφέρει το κατάστημά του, ενώ ο γιος του Νικόλαος εμπλέκεται στις επαγγελματικές εργασίες και τον βοηθεί έως τη στιγμή που κατατάσσεται στον στρατό. Το αμέσως επόμενο διάστημα και ως το 1955, λόγω προχωρημένης ηλικίας, εξόπλιζε μαθητές του Γυμνασίου της πόλης με φωτογραφικές μηχανές και φιλμ, προκειμένου να απαθανατίσουν επί πληρωμή ως στρασαδόροι24 (φωτογράφοι δρόμου) πολίτες στις καθημερινές τους στιγμές, ενώ στη συνέχεια ο ίδιος εμφάνιζε τα φιλμ.
Σύμφωνα με τον γιο του Νικόλαο, ο οποίος πρόλαβε και είδε το αρχείο του πατέρα του, οι φωτογραφίες με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, εκτός από γάμους, χαρές και κοινωνικές συναθροίσεις, αφορούσαν λησταρχικές ομάδες, αγριότητες Εμφυλίου, επισκέψεις υψηλόβαθμων στελεχών του τακτικού στρατού στην πόλη κ.ά. Δυστυχώς, από το παραπάνω αρχείο έχουν διασωθεί ελάχιστα φωτογραφικά ντοκουμέντα. Το 1956 εγκατέλειψε την τέχνη του φωτογράφου και επέστρεψε στην παλιά του ενασχόληση στον υδρόμυλο. Στη συνέχεια συνταξιοδοτήθηκε και πέθανε σε ηλικία 90 ετών, στις 10 Απριλίου 1976 στη Θεσσαλονίκη.
Ο Θανάσης Χασιώτης25, καταγόμενος επίσης από το Δίστρατο Ιωαννίνων, ξεκίνησε τη φωτογραφική του δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και συγκεκριμένα με την κατάταξή του στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού το 1948. Μέσα από εκατοντάδες φωτογραφίες κατέγραψε στα χρόνια του Εμφυλίου την πορεία, την καθημερινότητα, αλλά και τις πολεμικές επιχειρήσεις των ανταρτών. Δυστυχώς, τα φιλμ των παραπάνω φωτογραφίσεων καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της οπισθοχώρησης, για να μην πέσουν στα χέρια του τακτικού στρατού, χωρίς ποτέ τα ντοκουμέντα να εκτυπωθούν. Το 1952 εγκαταστάθηκε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, όπου άρχισε να μαθαίνει την τέχνη της εκτύπωσης. Το 1966 επαναπατρίστηκε και εγκαταστάθηκε στην πόλη των Γρεβενών, όπου άνοιξε φωτογραφικό κατάστημα στο ισόγειο του κτηρίου όπου στεγαζόταν το Δικαστικό Μέγαρο. Συγχρόνως, ήταν και περιοδεύων φωτογράφος στα χωριά της γύρω περιοχής, όπου κάλυπτε τις τρέχουσες κοινωνικές εκδηλώσεις. Η φωτογραφική του παρουσία στην πόλη των Γρεβενών διήρκησε μόνον επτά μήνες. Ελάχιστα ντοκουμέντα έχουν βρεθεί από άλλες πηγές και αποδίδονται στον ίδιο, όπως η επίσκεψη του χουντικού αντιπροέδρου της κυβέρνησης των συνταγματαρχών Στυλιανού Παττακού στις 25 Ιουλίου 1967.
Στο πίσω μέρος των φωτογραφιών συναντάμε σφραγίδα με την επωνυμία «ΦΩΤΟ ΘΑΝΑΣΗΣ». Σήμερα διαμένει στο Δίστρατο Ιωαννίνων.
Ο Δημήτριος Σίμος26, σημαντικός φωτογράφος της μετεμφυλιακής περιόδου, γεννήθηκε το 1926 και καταγόταν από το χωριό Σπήλαιο Γρεβενών. Το 1950 ξεκίνησε η συνεταιρική του σχέση με τον Πασχάλη Δέσο, φωτογράφο από τις Κυδωνιές Γρεβενών, με τον οποίο άνοιξε το φωτογραφείο με την επωνυμία «ΦΩΤΟ ΡΙΟ» στην πλατεία Αιμιλιανού. Μετά την επιστροφή του από τον στρατό, ο Πασχάλης Δέσος άνοιξε φωτογραφείο στη Σιάτιστα και μετέπειτα στην Κοζάνη, ενώ ο Δ. Σίμος συνέχισε την επιχείρηση, λειτουργώντας μόνος το φωτογραφείο στην πλατεία Αιμιλιανού. Συγχρόνως, ήταν περιοδεύων αλλά και στρασαδόρος φωτογράφος. Κατά τη δεκαετία του ’50 και για μεγάλο χρονικό διάστημα, μαζί με τους φωτογράφους Παύλο Νταλό, Ιωάννη Καραγιάννη και Τασία Κατσάλη, κάλυπταν τις φωτογραφικές ανάγκες της πόλης και της γύρω περιοχής. Στο φωτογραφείο τα φιλμ εμφάνιζε η σύζυγός του, αφού τα επιμελούνταν ο ίδιος ο φωτογράφος. Ελάχιστο υλικό έχει διασωθεί από την 24χρονη πορεία του. Το 1974 πούλησε την επιχείρησή του στον μετέπειτα φωτογράφο Αθανάσιο Σπανό, ενώ ο ίδιος ακολούθησε διαφορετική επαγγελματική δραστηριότητα.
Ο Μανώλης Κωνσταντής27 μαθήτευσε την τέχνη της φωτογραφίας κατά το 1954-55 δίπλα στον θείο του Δ. Σίμο. Γεννήθηκε στο Δοξαρά Γρεβενών το 1937. Το 1961, μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, αγόρασε το κατάστημα του φωτογράφου Αθανασίου Κόραβου, το οποίο βρισκόταν στην οδό Μ. Αλεξάνδρου. Το κατάστημα εξακολούθησε να λειτουργεί με την επωνυμία «ΦΩΤΟ ΕΘΝΙΚΟ». Από το 1968 δίπλα του μαθήτευσε ο σημερινός φωτογράφος της πόλης Αλέκος Οικονόμου. Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 2002, ενώ τη λειτουργία της επιχείρησης συνέχισε ο αδελφός του Γιώργος Κωνσταντής· ο ίδιος απεβίωσε το 2004.
Επίσης, κατά τη διάρκεια της έρευνας βρέθηκε φωτογραφικό υλικό των πλανόδιων φωτογράφων Βασιλείου Ξάνθα από τις Αμυγδαλιές Γρεβενών και Χρήστου Πίσπα από τα Γρεβενά, με την επισήμανση του δεύτερου στη σφραγίδα του ως φωτορεπόρτερ. Ακόμη, σημαντικά φωτογραφικά ντοκουμέντα έχουν καταγραφεί από τους καταξιωμένους φωτογράφους των Ηνωμένων Φωτορεπόρτερ Δημ. Φλώρο και Χαράλαμπο Μεγαλοκονόμου, που κάλυψαν τις επισκέψεις του βασιλικού ζεύγους28 το 1950-51 και 1956, όπως και τις προεκλογικές περιοδείες των Αλέξ. Παπάγου το 195229 και Γεωργίου Παπανδρέου το 1963.
Οι ημερομηνίες που έχουν καταγραφεί ως σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία της φωτογραφίας αφορούν κυρίως στην τεχνολογική εξέλιξη των φωτογραφικών υλικών και μηχανών. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, το έτος που ανακαλύφθηκε η έγχρωμη φωτογραφία ή το έτος που κυκλοφόρησε η πρώτη διοπτική μεσαίου φορμά φωτογραφική μηχανή. Αυτό όμως που δεν έχει καταγραφεί και σπάνια μνημονεύεται είναι η εποχή που σε κάθε πόλη ή χωριό οι επαγγελματίες φωτογράφοι έκλεισαν τα εργαστήριά τους, απέσυραν τις φωτογραφικές μηχανές τους και έβαλαν στην αποθήκη τα ζωγραφισμένα φόντα. Η εξαφάνιση του φωτογραφικού επαγγέλματος, με τη μορφή που αυτό είχε, μόλις από τα πρώτα χρόνια μετά την ανακάλυψη της φωτογραφίας, ήταν βέβαια αποτέλεσμα της τεχνολογικής εξέλιξης του φωτογραφικού μέσου, διότι από τη στιγμή που η απλοποίηση της τεχνικής επέτρεπε σε οποιονδήποτε να πάρει μια φωτογραφία, η τέχνη του επαγγελματία φωτογράφου δεν ήταν πλέον απαραίτητη.
Εκείνη τη χρονική περίοδο όμως κάτι άλλαξε στη φωτογραφική απεικόνιση της σύγχρονης ζωής. Ο επαγγελματίας φωτογράφος, ιδιαίτερα στα χωριά και τις μικρές πόλεις, ήταν ο μόνος που είχε τη γνώση και τη δικαιοδοσία να φωτογραφίζει τα πρόσωπα, τις γιορτές, τις κηδείες, τα σημαντικά γεγονότα ή την καθημερινότητα του τόπου του. Γι’ αυτό οι φωτογραφίες που έχουμε από την εποχή εκείνη είναι μοναδικές και συχνά διαποτισμένες με την προσωπικότητά του, την καλλιτεχνική του ευαισθησία ή την τεχνική του επιδεξιότητα. Τα πολυάριθμα ομαδικά πορτρέτα σταδιακά εξαφανίστηκαν, καθώς κανείς δεν έχει πλέον τη δικαιοδοσία να συγκεντρώνει τα πλήθη στις κοινωνικές τους εκδηλώσεις. Καθώς μετά από την απόσυρση των μεροκαματιάρηδων του φακού τα φωτογραφικά ντοκουμέντα πολλαπλασιάσθηκαν, πρόσωπα, γεγονότα και καθημερινές καταστάσεις απέκτησαν ποικίλες όψεις και οι ιστορίες τους διαφορετικές εκδοχές. Μπορεί περισσότερες εικόνες να προσφέρουν μια πληρέστερη εικόνα των γεγονότων της εποχής που απεικονίζουν, απουσιάζει όμως από αυτές η φωνή του ενός, του αυτόπτη μάρτυρα, του αφηγητή, του ενορχηστρωτή τους.
Οι άσημοι φωτογράφοι της ελληνικής ενδοχώρας συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση «της οπτικής συνείδησης της μέσα Ελλάδας», όπως αποκαλούσε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος την ηπειρωτική ενδοχώρα. Αυτό όμως έγινε ασυναίσθητα, γιατί παρέμεναν αμύητοι σε θεωρίες, όπως η κοινωνική απήχηση της φωτογραφίας. Αναλογίστηκα ότι εδώ και πολύ καιρό οι άνθρωποι δεν φωτογραφίζονται πλέον ομαδικά, όχι τουλάχιστον πολλοί μαζί. Αυτή η αίσθηση του συνανήκειν, του να ανήκει κανείς στην ίδια κοινότητα, δεν συντηρείται πλέον ούτε τεχνητά, για το κλάσμα χρόνου δηλαδή που διαρκεί η λήψη μιας φωτογραφίας.
Ας κλείσουμε «… ορίζοντας τι δεν είναι η φωτογραφία. Η φωτογραφία δεν είναι ζωγραφιά, ποίημα, κονσέρτο, μυθιστόρημα ή γλυπτό. Δεν είναι απλώς και μόνο μία ωραία θέα για το μάτι, ούτε μια άσκηση σε τεχνικές εστίασης και pixels κρυστάλλινης ευκρίνειας. Είναι, ή θα έπρεπε να είναι, ένα σημαντικό τεκμήριο, μία διεισδυτική δήλωση, η οποία μπορεί να περιγραφεί μ’ έναν πολύ απλό όρο: επιλεκτικότητα30».
Νικόπουλος Β., Οι φωτογράφοι της πόλης των Γρεβενών και η φωτογραφική τους ιστορία, στο: Η Δυτική Μακεδονία στους Νεότερους Χρόνους, Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Ιστορίας Δυτικής Μακεδονίας, Γρεβενά 2-5 Οκτωβρίου 2014, επιμ. Χαρ. Καρανάσιος, Κ. Ντίνας, Δ. Μυλωνάς, Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Μελετών, Επιστημονικές Εκδόσεις, Γρεβενά 2016, σελ. 1141-1170.
1 Πβ. Ευάγγ. Νικόπουλος, Γρεβενά Ογδόντα Χρόνια Φωτογραφίες 1895-1975, Γρεβενά 2012.
2 Για τη δαγκεροτυπία βλ. στον ιστόποπο http://en.wikipedia.org/wiki/Daguerreotype, όπου και εκτενής βιβλιογραφία.
3 Βλ. V. Bérard, Τουρκία και Ελληνισμός-Οδοιπορικό στη Μακεδονία, Έλληνες – Τούρκοι – Βλάχοι – Αλβανοί – Βούλγαροι – Σέρβοι, μτφ. Μ. Λυκούδης, εκδ. Τροχαλία, Αθήνα 1987.
4 F. Perilla, A travers la Macedoine, Aquarelles-xylographies-photographies de l’ auteur, εκδ. Perilla, Αθήνα 1932.
5 Βλ. http://www.ssees.ucl.ac.uk/library/index.htm (University College London, School of Slavonic and East European Studies Library).
6 Γ. Γκολομπίας, Λεωνίδας Παπάζογλου – Φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, Συλλογή Γιώργου Γκολομπία, εκδ. Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2005.
7 Για τους αδελφούς Μανάκια βλ. Χρ. Χριστοδούλου, Τα φωτογενή Βαλκάνια των αδελφών Μανάκη, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1989.
8 Μιχ. Κατσίγερας, Ελλάδα 20ός σιώνας. Οι φωτογραφίες, Α΄: 1900-1945, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2000.
8 Μιχ. Κατσίγερας, Ελλάδα 20ός σιώνας. Οι φωτογραφίες, Α΄: 1900-1945, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2000.
9 Κ. Λιόντης, συνέντευξη στο «Χρόνος TV», 2014 [http://www.chronosmag.eu/index. php/ll-fgf-gf-s-lle.html].
10 Συνέντευξη Δ. Μαργαρίτη στον συγγραφέα, 2008. 11.
11 Εφημ. Εμπρός, φ. 14.3.1919, σ. 1.
12 Εφημ. Σκριπ, φ. 2.7.1929, σ. 2.
13 Αλ. Ξανθάκης, Ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας 1839-1970, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2008
14 Εφημ. Μακεδονία, φ. 26.8.1965, σ. 3.
15 Συνέντευξη Νίκου Μάρκου στο συγγραφέα, 2009
16 Συνέντευξη Κων/νου Κατσάλη στο συγγραφέα, 2011
17 Συνέντευξη Λούλας Κουλούσια στο συγγραφέα, 2008
18 Εφημ. Βόρειος Ελλάς, φ. 7.10.1928, σ. 3.
19 Αλ. Ξανθάκης, Λεξικό Φωτογράφων 1839-1960. Έλληνες φωτογράφοι και ξένοι φωτογράφοι στην Ελλάδα, [ΕΛΙΑ], Αθήνα 2006 [http://directoryofphotographers.elia.org.gr/].
20 Συνέντευξη Αθανάσιου Πάκα στο συγγραφέα, 2011
21 Πβ. Απ. Βερβέρης, Το χρονικό της ελληνικής φωτογραφίας 1940-1981, εκδ. Photo Imaging Group, Αθήνα 2009.
22 Εφημ. Εμπρός, φ. 25.7.1952, σ. 4.
23 Συνέντευξη Νίκου Καραγιάννη στο συγγραφέα, 2010
24 Ξανθάκης, Ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας, ό.π.
25 Συνέντευξη φωτογράφου στο συγγραφέα, 2010
26 Συνέντευξη Αντιγόνης Σίμου στο συγγραφέα, 2011
27 Συνέντευξη Αναστασίας Κωνσταντή στον συγγραφέα, 2010.
28 Εφημ. Εμπρός, φ. 20.6.1952, σ. 4.
29 Στο ίδιο.
30 Berenice Abbott, στο Όταν μιλούν οι φωτογράφοι, Επιμέλεια έκδοσης Ελένη Γκαγκάτσιου, Εκδόσεις Παπασωτηρίου, Αθήνα 2013, σελ. 7
Φωτογραφικά ντοκουμέντα και τεκμήρια από την ιστορία
της υγειονομικής περίθαλψης στην πόλη των Γρεβενών
Βαγγέλης Νικόπουλος
Τα φωτογραφικά τεκμήρια των αδελφών Μανάκια από την Αβδέλλα, που αναφέρονται στη νότια Βαλκανική, επιτυγχάνουν να διαφωτίσουν σε μεγάλο βαθμό και την εικονογραφική εξιστόρηση της πόλης των Γρεβενών. Σε φωτογραφικό ντοκουμέντο1, με χρονολογία λήψης το β΄ μισό της πρώτης δεκαετίας του 1900, μας μεταφέρουν σε μια εντυπωσιακή πανοραμική άποψη της πόλης. Στη βορειοανατολική της πλευρά και πίσω από τον κεντρικό μιναρέ, διακρίνεται ο τουρκομαχαλάς Ντορούτ, στον οποίο, ως επί το πλείστον, κατοικούσαν Οθωμανοί μπέηδες, γαιοκτήμονες (τσιφλικάδες) και θρησκευτικοί λειτουργοί.
Σε αυτό το σημείο της πόλης, το 1895 ο Δημητρούλης Προκοπίου με τα αδέλφια του απέκτησαν, έπειτα από αγορά, οικόπεδο δύο στρεμμάτων, στο οποίο ανήγειραν διώροφη οικία, με σκοπό ο δεύτερος όροφος να κατοικηθεί από τις οικογένειές τους και στο ισόγειο να λειτουργήσει μπακάλικο και χάνι. Κατά τη διάρκεια της ανέγερσης, το κτίσμα επιτάχθηκε από τις τουρκικές αρχές και έπειτα από την αποπεράτωσή της στέγασε το νοσοκομείο της πόλης. Σύμφωνα με ενθυμήσεις του Δημητρούλη Προκοπίου2, τις οποίες μας παραχώρησε ο γιος του Βασίλειος, το νοσοκομείο λειτούργησε στο παραπάνω επιταχθέν οίκημα έως το έτος λήψης της παρούσας φωτογραφίας.
Κατά τα πρώτα έτη του 20ου αιώνα, οι αυξανόμενες ανάγκες νοσοκομειακής περίθαλψης των κατοίκων της περιοχής, οδήγησαν τις οθωμανικές αρχές στην ανέγερση ενός νέου κτηρίου στις παρυφές της ανατολικής εισόδου της πόλης. Σε σωζόμενο φωτογραφικό ντοκουμέντο, ο ανθυπολοχαγός Μπεκήρ αγάς, διοικητής της πόλης των Γρεβενών, απαθανατίζεται από τον σημαντικότερο φωτογράφο της πόλης Γεώργιο Χρυσοχόου-Μαργαρίτη με άτακτους στρατιώτες και Τουρκαλβανούς, έχοντας ως φόντο το τουρκικό νοσοκομείο, στις 21 Ιουλίου 1908, με αφορμή την εκδήλωση του κινήματος των Νεότουρκων. Το συγκεκριμένο νοσοκομείο λειτούργησε έως την περίοδο της απελευθέρωσης της πόλης κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου3. Στη συνέχεια, η ελλιπής επάνδρωσή του με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της λειτουργίας του έως το 1914. Ακολούθως, γνωρίζουμε ότι το κτήριο άλλαξε χρήση και στέγασε το Δημοτικό Σχολείο και το Γυμνάσιο έως το 1924, οπότε με την υπογραφή Προεδρικού Διατάγματος εγκαταστάθηκε σε αυτό το Εθνικό Οικοτροφείο Αρρένων, το οποίο υπαγόταν στο Υπουργείο Υγιεινής.
Παράλληλα με τη λειτουργία οργανωμένων χώρων υγειονομικής περίθαλψης στην πόλη από το 1890 μέχρι και την περίοδο της Κατοχής, ιδιώτες γιατροί προσέφεραν τις ιατρικές τους υπηρεσίες /στους κατοίκους της πόλης και των περιχώρων.
Ο Ζήσης Παπαθανασίου, με καταγωγή από τη Βωβούσα Ιωαννίνων, έπειτα από την εγκατάλειψη των σπουδών του στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων και την αποφοίτησή του από την Ιατρική Σχολή της Αθήνας, εγκαταστάθηκε στα Γρεβενά, όπου άσκησε την ιατρική μέχρι τον θάνατό του. Διετέλεσε ιατρός του Δήμου Γρεβενών4, της αυλής του Πασά των Ιωαννίνων, αλλά και της Ρουμανικής Αυλής και για τις υπηρεσίες του τιμήθηκε με το τουρκικό παράσημο Μετζιτιέ και με τον σταυρό του τάγματος του ρουμανικού στέμματος. Επίσης, διετέλεσε καθηγητής και διευθυντής του Ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών. Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του κινήματος αυτονομίας των Βλάχων. Απεβίωσε στα Γρεβενά το 1934.
Την περίοδο εγκατάστασης στην πόλη του γιατρού Ζήση Παπαθανασίου, ο προύχοντας Κωνσταντίνος Σπίρτος, έπειτα από τον γάμο του με τη Μαριγιέμ ή Μαριγώ, εγγονή του διοικητή Γρεβενών Μεχμετάγου, απέκτησε δύο τέκνα, τον Θεόδωρο και τον Θεμιστοκλή. Ο Θεόδωρος γεννήθηκε το 1875 και μετά την ολοκλήρωση των ιατρικών του σπουδών στο Μοναστήρι (σημ. Bitola, FYROM) το 1900 εγκαταστάθηκε στην πόλη, όπου ιδιώτευσε ως γιατρός και διετέλεσε και κοινοτάρχης κατά τα έτη 1930-19315.
Ο μικρότερος αδελφός του, ο Θεμιστοκλής, που γεννήθηκε το 1882, σπούδασε φαρμακευτική και το φαρμακείο του, που άρχισε να λειτουργεί στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν το δεύτερο κατά σειρά φαρμακείο που άνοιξε στην πόλη. Είχε προηγηθεί ο φαρμακοποιός Σπύρος Οικονόμου, ο οποίος είχε ήδη ξεκινήσει τη λειτουργία ενός φαρμακείου έπειτα από άδεια που του είχε παραχωρηθεί στις 10 Φεβρουαρίου 1887 στην Κωνσταντινούπολη με αυτοκρατορική διαταγή για την άσκηση του επαγγέλματος στην οθωμανική επικράτεια6.
Εξέχουσα προσωπικότητα, με ιατρική, κοινωνική και αυτοδιοικητική προσφορά κατά τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής περιόδου αλλά και μετά την απελευθέρωση της πόλης στις 15 Οκτωβρίου 1912, υπήρξε ο Αλέξιος Παπαλεξίου. Ιδιώτης ιατρός, με καταγωγή από το Κοσμάτι Γρεβενών, διορίστηκε δημαρχιακός γιατρός από τον απελευθερωτή της πόλης, διοικητή του αποσπάσματος Ευζώνων, Συνταγματάρχη Μηχανικού Στέφανο Γεννάδη. Τον Αύγουστο του 1917 ο Παπαλεξίου διορίστηκε δήμαρχος από την κυβέρνηση Βενιζέλου και μετά την 1η Νοεμβρίου 1920, λόγω υποβάθμισης του Δήμου Γρεβενών σε κοινότητα, συνέχισε να υπηρετεί ως κοινοτάρχης.
Ωστόσο, η άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος από τους ιδιώτες γιατρούς δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ελλείψεις οργανωμένης νοσοκομειακής περίθαλψης της πόλης, καθώς το πρώην τουρκικό νοσοκομείο δεν στελεχώθηκε από ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό μετά την απελευθέρωση και τη διοικητική ενσωμάτωση των Νέων Χωρών.
Αυτό, φυσικά, είχε ως συνέπεια την αδυναμία αντιμετώπισης ιατρικών περιστατικών, τα οποία έχρηζαν νοσηλείας σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα, και τη μεταφορά των ασθενών στα μεγάλα αστικά κέντρα. Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση του πρώτου Διοικητικού Επίτροπου Γρεβενών Αναστάσιου Ζαβιτσιάνου, ο οποίος μεταφέρθηκε στην Αθήνα για θεραπεία, έπειτα από δάγκωμα λυσσασμένου σκύλου, και επέστρεψε στα καθήκοντά του μετά από ένα μήνα7.
Τρία χρόνια μετά το παραπάνω περιστατικό και μεσούντος του εθνικού διχασμού, στις 30 Μαρτίου 1916, το Υπουργείο Εσωτερικών χορήγησε άδεια στον Γεώργιο Βασιλόπουλο, διδάκτορα της Ιατρικής, Χειρουργικής και Μαιευτικής του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών, να μεταβεί στις νέες ελληνικές χώρες8. Ο ιατρός Βασιλόπουλος, που εγκαινίασε την κλινική του σε παραποτάμια θέση του Γρεβενίτη, υπήρξε εγγονός του αρματολού των Γρεβενών Ντελή Παπά. Αποφοίτησε από το Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1881, λαμβάνοντας το πτυχίο της Ιατρικής με ειδικότητα χειρουργού και μαιευτήρα9. Το 1886, του δόθηκε/παραχωρήθηκε η άδεια άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος από τον Μάρκο Πασά, διευθυντή της Αυτοκρατορικής Ιατρικής Σχολής της Κωνσταντινούπολης, η οποία του επέτρεπε να ασκήσει το επάγγελμα του ιατρού στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σημαντικά στοιχεία για τη λειτουργία της κλινικής κατά το έτος 1916, φυλάσσονται στα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, αξιωματικός του Στρατού με τον βαθμό του ταγματάρχη, ο οποίος ανήκε στην βενιζελική παράταξη και ήθελε να ενταχθεί με ομάδα αξιωματικών στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης, νοσηλεύτηκε εκεί έπειτα από τον τραυματισμό του κατά την επιχείρηση σύλληψής τους από διλοχία της στρατιωτικής δύναμης της πόλης, δηλαδή κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της κλινικής10.
Δύο χρόνια αργότερα το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό της κλινικής αντιμετώπισε τα περιστατικά που προέκυψαν με την εμφάνιση της πανδημίας ισπανικής γρίπης11, που ξέσπασε το 1918 και άφησε δέκα θανατηφόρα κρούσματα12, μεταξύ των οποίων δύο ανθυπασπιστές και τέσσερις χωροφύλακες του τοπικού τμήματος της χωροφυλακής13.
Την ίδια χρονική περίοδο, ο γιος του Γεωργίου Βασιλόπουλου, Αλέξανδρος, μετά το πέρας των σπουδών στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου, έχοντας υπηρετήσει ήδη στον Ελληνικό Στρατό κατά την διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού πολέμου και ακολουθώντας τις ιατρικές σπουδές που είχε επιλέξει και ο πατέρας του ως χειρουργός γυναικολόγος, κατατάχθηκε ως εθελοντής κατά την περίοδο της μικρασιατικής εκστρατείας, και υπηρέτησε στο μέτωπο με τον βαθμό του ανθυπιάτρου. Τον συναντούμε, να αναλαμβάνει τα ιατρικά του καθήκοντα στην Κλινική μετά την επιστροφή του από το μέτωπο και έπειτα από την άσκηση της ειδικότητάς του στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών.
Κατά τη διάρκεια της εγκατάστασης του προσφυγικού πληθυσμού στον δυτικομακεδονικό χώρο, παρατηρήθηκε στην πόλη και την γύρω περιοχή αύξηση των περιπτώσεων κρουσμάτων ελονοσίας. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Σεραφείμ Καρασάββα (μετέπειτα βουλευτή της ΕΔΑ) , Μικρασιάτη στην καταγωγή, ο οπoίος μας ανέφερε ότι νοσηλεύτηκε επανειλημμένως στην Κλινική του Βασιλόπουλου14, όπου του χορηγούσαν κινίνο σε ενέσιμη μορφή για μεγάλο χρονικό διάστημα για την αντιμετώπιση της ελονοσίας που τον ταλαιπωρούσε.
Παράλληλα με τη λειτουργία της Κλινικής Βασιλόπουλου, της μόνης οργανωμένης υγειονομικής μονάδας στην πόλη, το 1924 αποφασίστηκε από το ελληνικό κράτος η ενοικίαση ακινήτου από τους αδελφούς Νικολάκη και Ανδρέα Παπαλεξίου για τη λειτουργία του πρώτου, μετά την απελευθέρωση, νοσοκομείου της πόλης με την ονομασία «Προσφυγικό Νοσοκομείο Γρεβενών»15. Το οίκημα βρισκόταν στη σημερινή οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, στη βόρεια πλευρά της πλατείας Αιμιλιανού.
Στο συγκεκριμένο νοσοκομείο υπηρέτησαν ως ιατροί οι Αλέξανδρος Παπαλεξίου, Ηλίας Ηλίας, Χριστόφορος Κορυφίδης, Χρήστος Τεμανίδης, Νικόλαος Μητσιμπούνας16, ως φαρμακοποιοί οι Θεμιστοκλής Σπύρτος και Ηλίας Φακίδης και ως νοσηλεύτριες η Σοφία Μωυσιάδου και η Σοφία Κλημίδου, ενώ καθήκοντα διαχειριστή εκτελούσε ο Κωνσταντίνος Ρομπόλης από το Σπήλαιο Γρεβενών.
Το 1934, ο τότε Νομάρχης Κοζάνης χρηματοδότησε το νοσοκομείο Γρεβενών με το ποσόν των 300.000 δραχμών, σύμφωνα με πληροφορίες εφημερίδας της εποχής. Έπειτα από απρόσκοπτη λειτουργία δεκατριών ετών και πιο συγκεκριμένα το 1937, το Νοσοκομείο μεταστεγάστηκε στην περιοχή Ντορούτ λόγω αυξημένων αναγκών, ενώ το κτήριο, στο οποίο στεγαζόταν μέχρι τότε, περιήλθε και πάλι στην οικογένεια Παπαλεξίου. Το 1944 πυρπολήθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής και ακολούθως αγοράστηκε από τους αδελφούς Στέργιο, Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μπέη.
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, στο ζενίθ της ληστοκρατίας, εξαιρετικής σημασίας γεγονός, που απασχόλησε την τότε ιατρική κοινότητα της περιοχής, ήταν η αιχμαλωσία του γιατρού Προκόπη Διογένη από τον λήσταρχο Ζιώγα. Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 1928, ενώ ο γιατρός πορευόταν προς το χωριό Περιβόλι, μεταφέροντας φάρμακα για τους κατοίκους του, αιχμαλωτίστηκε από τον Ζιώγα, ο οποίος απαίτησε για την απελευθέρωσή του 600.000 δραχμές. Ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος, αφού καταβλήθηκε πολύ μικρότερο ποσό λύτρων.
Δύο χρόνια αργότερα, ο γιατρός Διογένης, μαζί με τους γιατρούς Αλέξανδρο Βασιλόπουλο, Ηλία Ηλία και Δημήτριο Μητσιμπούνα, έπειτα από εντολή του Εισαγγελέα της πόλης, διενήργησαν νεκροψία στο πτώμα του λήσταρχου Τράντου, στη θέση όπου φονεύτηκε17.
Με τον Αναγκαστικό Νόμο 965/1937 και τα Βασιλικά Διατάγματα της 20ής Αυγούστου 1939 και της 20ής Ιανουαρίου 1940, κυρώθηκε και τροποποιήθηκε ο οργανισμός λειτουργίας του Προσφυγικού Νοσοκομείου, το οποίο πλέον μετονομάστηκε Κρατικό Νοσοκομείο Γρεβενών. Οι γιατροί που υπηρετούσαν εκείνη την περίοδο στο νοσοκομείο ήταν οι Ηλίας Ηλίας, Χριστάκης, Ευθυμιάδης και Κωνσταντίνος Γκατζούλης. Στη συνέχεια το Κρατικό Νοσοκομείο στεγάστηκε σε ιδιόκτητο οίκημα του Κωνσταντίνου Γκατζιούλη, αλλά λίγους μήνες μετά τη μετονομασία του κηρύχθηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Με την κήρυξη του πολέμου αναχώρησε για το αλβανικό μέτωπο ο εγγονός του Ζήση Παπαθανασίου, ο γιατρός Αθανάσιος Παπαθανασίου, ο οποίος υπηρέτησε στο 2ο Ορεινό Χειρουργείο του 67ου Συντάγματος Πεζικού και τιμήθηκε με τον αργυρό σταυρό μετά ξιφών του Βασιλικού Τάγματος του Φοίνικος και τον πολεμικό σταυρό Γ΄ Τάξεως. Την ίδια περίοδο μετέβη στο μέτωπο και ο φαρμακοποιός της πόλης Δημητράκης Οικονόμου.
Στις 6 Νοεμβρίου 1940, στο Κρατικό Νοσοκομείο εγκαταστάθηκε το Σ7 Εφεδρικό Χειρουργικό Συνεργείο. Από εκείνη τη στιγμή και καθ’ όλη τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, το Κρατικό Νοσοκομείο λειτούργησε ως Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Τις πρώτες μέρες του πολέμου, συγκροτήθηκε στη Λάρισα η Β΄ Μοίρα Τραυματιοφορέων και το Σ4 εφεδρικό χειρουργικό συνεργείο, που έφτασαν στα Γρεβενά στις 10 Νοεμβρίου 1940. Εγκαταστάθηκαν στο Ρουμανικό Οικοτροφείο της πόλης και λειτούργησαν ως παράρτημα του Νοσοκομείου Γρεβενών. Συγχρόνως, η Χειρουργική Κλινική του Αλέξανδρου Βασιλόπουλου δεχόταν πλήθος τραυματιών από το μέτωπο, ως επί το πλείστον περιπτώσεις κρυοπαγημάτων, που αντιμετωπίζονταν με ακρωτηριασμό18. Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του συμπολίτη μας Ιωάννη Ρομπόλη, ο οποίος αναφέρει τα εξής: «Επισκεπτόμουν την Κλινική του Βασιλόπουλου στην ηλικία των επτά ετών που ήμουν τότε, λόγω του ότι η μητέρα μου εργαζόταν ως νοσηλεύτρια στην Κλινική. Εκείνο που θυμάμαι ήταν τα κομμένα πόδια στοιβαγμένα στους κουβάδες, στους διαδρόμους της Κλινικής».
Μετά την πτώση του μετώπου και την απόσυρση του ελληνικού στρατού το Κρατικό Νοσοκομείο συνέχισε να λειτουργεί όπως πριν μέχρι την απελευθέρωση της πόλης από τον Ε.Λ.Α.Σ. τον Μάρτιο του 1943, ενώ παράλληλα την περιοχή εξυπηρετούσε και η Κλινική Βασιλόπουλου. Έπειτα από την είσοδό τους στην πόλη, οι δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ μετέφεραν τον εξοπλισμό του Νοσοκομείου στο νοσοκομείο των ανταρτών στον Πεντάλοφο Κοζάνης. Κατά τη μεταφορά, μέρος του ιατρικού προσωπικού, μεταξύ αυτών και ο Προκόπης Διογένης, ακολούθησε οικειοθελώς τους Ε.Λ.Α.Σ.ίτες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μετέβαινε στον Πεντάλοφο για να χειρουργήσει και ο ίδιος ο Βασιλόπουλος19. Οι υπόλοιποι γιατροί του Κρατικού Νοσοκομείου, μετά την εκκένωσή του, αποχώρησαν από την πόλη.
Λίγους μήνες πριν την απελευθέρωση, ο Αλέξανδρος Βασιλόπουλος, στην προσπάθειά του να περιθάλψει Ιταλούς ασθενείς με εξανθηματικό τύφο, προσβλήθηκε από τη νόσο, με αποτέλεσμα να αποβιώσει20. Η Κλινική σταμάτησε να λειτουργεί και για άλλη μια φορά στην πόλη δεν υπήρχε καμία οργανωμένη μονάδα νοσηλείας.
Κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, στις 5 Ιουλίου 1944, τα στρατεύματα του 8ου Τεθωρακισμένου Συντάγματος Αστυνομίας Γρεναδιέρων της 4ης Μεραρχίας των SS, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Helmut Derner, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν την πόλη. Καταστράφηκαν 125 εμπορικά καταστήματα και 350 κτίσματα, μεταξύ των οποίων και το Κρατικό Νοσοκομείο.
Με το τέλος του πολέμου και με το ελληνικό κράτος διαλυμένο από την τετράχρονη περιπέτεια, ξεκινά, έπειτα από πρωτοβουλία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και με την αμερικανική και αγγλική συνδρομή, η δημιουργία νέου νοσοκομείου στην πόλη. Ενοικιάστηκε το οίκημα του Ιωάννη Τζιάτζια, που βρισκόταν απέναντι από το τότε Γυμνάσιο Γρεβενών. Το Νοσοκομείο άρχισε να λειτουργεί το 1945 και σε αυτό υπηρέτησαν οι γιατροί Ηλίας Ηλίας, Γιώργος Βλαμίδης, Κωνσταντίνος Γκατζούλης, Κωνσταντίνος Αρχοντούλης, ο βοηθός φαρμακοποιού Δημήτριος Ραμαντάνης, οι νοσηλεύτριες Ελένη Μέρμηγκα, Γιαννούλα Χάχλη, Ελένη Δουμένη, Σοφία Ρομπόλη, ο διαχειριστής Μιχάλης Δίγκας, ο κλητήρας Δημήτριος Κουτσομήτρος και ο μάγειρας Βασίλης Λαμπρόπουλος.
Δύο χρόνια αργότερα, στην καρδιά του Εμφυλίου και κατά την αποτυχημένη επίθεση των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στην πόλη, που άφησε πίσω της εκατόν δέκα νεκρούς και πλήθος τραυματιών, το Νοσοκομείο ανέλαβε να περιθάλψει και τους τραυματίες του Εθνικού Στρατού και της Χωροφυλακής, αλλά και τους υπό φύλαξη αντάρτες. Για τις υπηρεσίες που προσέφερε στους τραυματίες οπλίτες του Εθνικού Στρατού, οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στη μάχη της 25ης Ιουλίου 1947, στο προσωπικό του Κρατικού Νοσοκομείου απονεμήθηκε το μετάλλιο εξαίρετων πράξεων με Βασιλικό Διάταγμα της 17ης Μαρτίου 194821.
Επειδή οι ανάγκες σε κλίνες ήταν ιδιαίτερα αυξημένες, δημιουργήθηκαν στεγασμένοι χώροι από λαμαρίνες, τα γνωστά τολ, και επιτάχθηκαν και κάποιες οικίες της πόλης για τη λειτουργία στρατιωτικών χειρουργείων, όπως οι οικίες των Ελευθερίου Χρυσοχόου και Μιχαήλ Τέγου. Η οικία του Μιχαήλ Τέγου επιτάχθηκε στις 8 Μαΐου του 1948, προκειμένου να λειτουργήσει εκεί η 242η Στρατιωτική Χειρουργική Μονάδα22.
Το ίδιο διάστημα, επίσης, λειτούργησε στρατιωτική νοσοκομειακή μονάδα και στην οικία του γιατρού Νικολάου Μητσιμπούνα, έπειτα από δήμευση της περιουσίας του, καθώς είχε ταχθεί εμφανώς υπέρ των Ιταλών και της ρουμανικής προπαγάνδας κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, σημαντική υπήρξε η βοήθεια του Ελληνικού, Αυστριακού23, Ελβετικού και Καναδικού Ερυθρού Σταυρού24, σε είδη ιματισμού, υπόδησης, κλινοστρώματα, τονωτικές τροφές, ιατρικά εφόδια και εμβολιασμούς, όπως και η μεταγενέστερη αμερικανική βοήθεια στα πλαίσια του σχεδίου Μάρσαλ, για τη συγκρότηση συνεργείων ψεκασμών προς αντιμετώπιση της ψείρας και των κοριών και τη μεταφορά κλιβάνων προς απολύμανση.
Το 1952, έπειτα από πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Γρεβενών Φιλίππου, εγκαινιάστηκε στην πόλη παράρτημα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ενώ το 1955, με πρωτοβουλία της βασίλισσας Φρειδερίκης, ξεκίνησε η λειτουργία του τοπικού παραρτήματος της Βασιλικής Πρόνοιας.
Στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια και πιο συγκεκριμένα το 1954, το πρώτο στίγμα, που θα χαράξει την ιατρική ιστορία της πόλης, δόθηκε από τον ιατρό Νικόλαο Καρναβά, ο οποίος καταγόταν από τον Εύδηλο Ικαρίας και είχε σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή Αθηνών. Μετά τη θητεία του ως στρατιώτης στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια της Κατοχής και αφού επέστρεψε στην Αθήνα, έλαβε την ειδικότητα του χειρούργου. Το 1952 υπηρέτησε στην Κοζάνη ως στρατιωτικός γιατρός και το 1954 εγκαταστάθηκε στα Γρεβενά. Ξεκίνησε τη λειτουργία της πρώτης του κλινικής στην πόλη στη δημευμένη οικία του πρώην ιατρού Νικολάου Μητσιμπούνα. Στη συνέχεια μετέφερε την κλινική σε καινούργιο ενοικιασθέν κτίσμα της οικογένειας Μπέλου, όπου η λειτουργία της συνεχίστηκε έως το 1960.
Κατόπιν, η κλινική μεταφέρθηκε σε ιδιόκτητο κτίσμα, με την επωνυμία Γενική Χειρουργική Κλινική «Οι Άγιοι Ανάργυροι». Κατά την έναρξη της λειτουργίας του καινούργιου Νοσοκομείου, προσλήφθηκε ως διευθυντής της χειρουργικής κλινικής. Από τα στοιχεία που διαθέτουμε σχετικά με τους νοσηλευθέντες στην Κλινική από το 1956 έως το 1977, ο αριθμός τους ανήλθε σε 2.739. Οι χειρουργικές επεμβάσεις αφορούσαν ως επί το πλείστον την αντιμετώπιση περιστατικών γαστρορραγιών, βουβωνοκήλης και οξείας σκωληκοειδίτιδας. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί ότι κατά τα έτη 1955 και 1956, οι χειρουργικές επεμβάσεις και οι εισαγωγές για θεραπεία ήταν 350 και 219 αντίστοιχα. Επιπλέον, ο Νικόλαος Καρναβάς ανέλαβε την πρωτοβουλία ίδρυσης του Ιατρικού Συλλόγου Γρεβενών, στον οποίο παραχωρήθηκε, έπειτα από δωρεά της συζύγου του, χώρος για τη στέγαση των γραφείων, όπου λειτουργεί και ιατρικό μουσείο με τα ιατρικά εργαλεία της Κλινικής.
Η Κλινική του Νικολάου Καρναβά λειτούργησε έως το 1992, έτος κατά το οποίο αποφασίστηκε η διακοπή της λειτουργίας της. Εν κατακλείδι, θα πρέπει να λεχθεί ότι η ιατρική προσφορά του Νικολάου Καρναβά, κατά τη σαραντάχρονη δράση του, ήταν σημαντικότατη, όπως και της συζύγου του Ελένης, που εκπαιδεύτηκε από τον ίδιο και υπήρξε αρωγός στο έργο του.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, κατέφθασε στην πόλη επιτροπή των ΑΧΕΠΑΝΣ από την Αμερική, με σκοπό να δημιουργήσει καινούργιο νοσοκομείο και να συνδράμει στην ανέγερση του κτιριακού συγκροτήματος.
Τα περισσότερα μέλη των ΑΧΕΠΑΝΣ, που ανέλαβαν την πρωτοβουλία αυτή, κατάγονταν από τις κοινότητες Μοναχίτι και Τρίκωμο. Στο αίτημα της επιτροπής για την παραχώρηση οικοπέδου στην περιοχή του λόφου Κισλά, αντέδρασε ο Δήμος Γρεβενών. Το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, λύθηκε με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Γρεβενών Φιλίππου, ο οποίος ήταν και πρόεδρος του Εθνικού Οικοτροφείου Αρρένων της πόλης. Ο Μητροπολίτης παραχώρησε ένα τμήμα της νότιας πλευράς του οικοπέδου του οικοτροφείου, όπου και ανεγέρθηκε το πρώτο συγκρότημα του νοσοκομείου. Οι ΑΧΕΠΑΝΣ μάλιστα συνέδραμαν με το ποσό των 30.000 δολαρίων Αμερικής.
Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε το 1957, παρουσία του επιχώριου Μητροπολίτη, των αρχών της πόλης και πλήθους κόσμου. Η μετεγκατάσταση του Νοσοκομείου στο νέο κτιριακό συγκρότημα έγινε το 1958. Κατά την έναρξη της λειτουργίας του έφερε την επωνυμία Γενικό Νοσοκομείο Γρεβενών και διέθετε τρεις κλινικές, παθολογική, χειρουργική και μαιευτική-γυναικολογική, ανεπτυγμένες σε έναν όροφο, με 30 κλίνες συνολικά.
Πρώτος διευθυντής της χειρουργικής κλινικής ήταν ο Νικολαος Καρναβάς25. Τα πρώτα χρόνια υπηρετούντες γιατροί ήταν οι παθολόγοι Γεώργιος Βλαμίδης και Ηλίας Ηλίας, ο γυναικολόγος Αντώνιος Σκούλιος, ο υιοθετημένος γιος του ιατρού Προκόπη Διογένη, Σπύρος Παπαχαραλάμπους-Προκοπίου και ο παιδίατρος Γεώργιος Παπαναστασίου.
Τον Ιούλιο του 1975, ο πρώην βουλευτής και υπουργός Κωνσταντίνος Ταλιαδούρης και η σύζυγός του Αλεξάνδρα, δώρισαν το ποσό του 1,5 εκατομμυρίου δραχμών για την ανέγερση νέας πτέρυγας με χωρητικότητα 40 κλινών. Το τελικό ποσό της δωρεάς ανήλθε κατά την ημέρα των εγκαινίων, τον Οκτώβριο του 1976, σε 3 εκατομμύρια δραχμές. Παρόντες στα εγκαίνια ήταν ο Υπουργός Βορείου Ελλάδος Νικόλαος Μάρτης, οι βουλευτές του νομού, οι αρχές της πόλης και πλήθος κόσμου26.
Το 1985 δημιουργήθηκαν νέες κτιριακές εγκαταστάσεις, που στην ουσία αποτέλεσαν προσθήκες με σκοπό τον διαχωρισμό των κλινικών. Το 1992 ο αριθμός των κλινών αυξήθηκε στις 75, ενώ ταυτόχρονα ιδρύθηκε η Μέση Τεχνική Επαγγελματική Νοσηλευτική Σχολή διετούς φοιτήσεως, η οποία αποτελεί Παράρτημα του Γενικού Νοσοκομείου Γρεβενών. Το 1995, μετά από δωρεές του Εργοστασίου Ζαχάρεως, της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Γρεβενών και του Συλλόγου Μηχανικών, αγοράστηκαν αντίστοιχα ο μαστογράφος του ακτινολογικού, ο έγχρωμος υπερηχογράφος του καρδιολογικού και ένα ασθενοφόρο.
Ο θεμέλιος λίθος του νέου Νοσοκομείου της πόλης τέθηκε πλησίον του στρατοπέδου, ελάχιστα έξω από την πόλη των Γρεβενών, την 1η Ιουλίου 1997 και το κτήριο παραδόθηκε προς χρήση στις 31 Δεκεμβρίου 2001, παρότι η λειτουργία του ξεκίνησε το 2003. Σήμερα στο Νοσοκομείο λειτουργούν οι εξής κλινικές: χειρουργική, παθολογική, καρδιολογική, μαιευτική- γυναικολογική, παιδιατρική καθώς και μονάδα τεχνητού νεφρού.
Κυρίες και κύριοι στη σύντομη αυτή παρουσίαση επιχειρήσαμε να αναδείξουμε την ιατρική ιστορία της πόλης μας και των προσώπων που ενεπλάκησαν σε αυτήν.
* Εισήγηση στην Νοσηλευτική Ημερίδα του Γενικού Νοσοκομείου Γρεβενών, που πραγματοποιήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2015 στο Κέντρο Πολιτισμού του Δήμου Γρεβενών.
1 Νικόπουλος Β., Γρεβενά (1895-1975), Ογδόντα χρόνια φωτογραφίες, Αθήνα 2012.
2 Βασίλειος Προκοπίου., συνέντευξη, Γρεβενά, 14/09/2013.
3 Βήττος Χρ., Τα Γρεβενά του Μεσοπολέμου, εφημ. Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας, 26/08/2011.
4 Ζήσης Αθ. Παπαθανασίου, συνέντευξη, Αθήνα, 22/01/2015.
5 Βασίλειος Σπίρτου, συνέντευξη, Βόλος, 07/05/2017.
6 Πρωτότυπο έγγραφο στην κατοχή του Αλέξιου Δ. Οικονόμου.
7 Εφημ. Μακεδονία, 17/03/1913.
8 Έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον Γεώργιο Βασιλόπουλο με αριθμ. πρωτ. 15999/30-3-1916, στην κατοχή του Κίμωνα Παπαναστασίου.
9 Πρωτότυπο πτυχίο του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών με αύξοντα αριθμό 2.737 και ημερομηνία 3-12-1881, στην κατοχή του Κίμωνα Παπαναστασίου.
10 Βήττος Χρ., Ο Εθνικός διχασμός και η Γαλλική κατοχή (1915-1920), εκδ. Όλυμπος, Θεσσαλονίκη 2008.
11 Εφημ. Μακεδονία, 15/11/1918.
12 Εφημ. Μακεδονία, 20/10/1918.
13 Εφημ. Εμπρός, 04/10/1918.
14 Σεραφείμ Καρασάββας, συνέντευξη, Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2013.
15 Γιάννης Ρομπόλης, συνέντευξη, Γρεβενά, 25/08/2012.
16 Εφημ. Βόρειος Ελλάς, 05/04/1931.
17 Εφημ. Σκριπ, 15/05/1930.
18 Χρήστος Τσιανάκας, συνένετευξη, Γρεβενά, 25/08/2015.
19 Θεοδοσιάδης Στ., Η Πίνδος ομιλεί. Η Εθνική Αντίστασις 1941-1944, Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης, Κοζάνη 2000.
20 Βήττος Χρ., Τα Γρεβενά στην Κατοχή και στο Αντάρτικο, Ιστορική μελέτη δεκαετίας 1940-1950, εκδ. Art of Text, Θεσσαλονίκη 2000.
21 Πρωτότυπο έγγραφο του Υπουργείου Στρατιωτικών με ημερομηνία 17-3-1948, στην κατοχή της οικογένειας Δίγκα.
22 Επιστολή του 912 Β΄ Σ.Τ.Γ προς τους αδελφούς Τέγου με ημερομηνία 28-5-1948, στην κατοχή Νικολάου Μ. Τέγου.
23 Εφημ. Εμπρός, 10/08/1951.
24 Εφημ. Εμπρός, 07/08/1951.
25 Ελένη Καρναβά, συνέντευξη, Γρεβενά, 19/09/2013.
26 Εφημ. Μακεδονία, 19/10/1976.